- Ψίλαξ
- -ακος, ὁ, Απροσωνυμία τού Διονύσου στις Αμύκλες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. κόλ-αξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ψίλαξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψίλαξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψίλαξ — ακος, ὁ, Α ψιλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] … Dictionary of Greek
Ψίλακα — Ψίλαξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψίλακα — ψίλαξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek